Οι επιθέσεις του Αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, στην κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) είναι σταθερές και κλιμακούμενες, με ξεκάθαρο στόχο να ελέγξει τη νομισματική πολιτική.
Εδώ και μήνες, ο Πρόεδρος Τραμπ κατηγορεί τον πρόεδρο της Fed Τζερόμ Πάουελ - τον οποίο είχε διορίσει ο ίδιος στη θέση αυτή το 2017 - επειδή δεν μειώνει το βασικό επιτόκιο της κεντρικής τράπεζας από το 4,25%-4,5% που είναι σήμερα στο 1%, επίπεδο που θεωρεί ο ίδιος ότι θα ήταν το κατάλληλο.
Παράλληλα, ο Αμερικανός Πρόεδρος απειλούσε να απομακρύνει τον Πάουελ από τη θέση του, αν και η θητεία του λήγει τον Μάιο του 2026, παραβαίνοντας τη νομοθετικά κατοχυρωμένη ανεξαρτησία της Fed από την πολιτική εξουσία.
Τελικά απέσυρε τελικά την απειλή αυτή, πιθανόν υπό τον φόβο των πιθανών αντιδράσεων που θα υπήρχαν στις αγορές από μία τέτοια κίνηση. Επιχείρησε, όμως, την περασμένη εβδομάδα να ελέγξει με έμμεσο τρόπο τη Fed, απολύοντας μέσω ανακοίνωσης στα social media, ένα από τα επτά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της, κατηγορώντας τη Λίζα Κουκ ότι έλαβε παράτυπα στεγαστικά δάνεια το 2022, πριν διοριστεί governor της Fed από τον προκάτοχό του, Τζο Μπάιντεν.
Η Κουκ αμφισβήτησε τις κατηγορίες αυτές και παραμένει στη θέση της, προσφεύγοντας δικαστικά κατά της απόφασης του Τραμπ. O ιδρυτικός νόμος της Fed από το 1913 προβλέπει ότι οι πρόεδροι των ΗΠΑ μπορούν να αποπέμψουν ένα μέλος του Δ.Σ. της μόνο αν υπάρχει "σοβαρός λόγος", ο οποίος θεωρείται ότι αφορά σε περιπτώσεις κακής διαχείρισης ή παραμέλησης των καθηκόντων.