Του Κώστα Ράπτη
Η εβδομάδα αυτή σημαδεύτηκε, σε ό,τι αφορά την Eυρωζώνη, από μια πρωτιά: την (πρόσκαιρη) διαμόρφωση των αποδόσεων των δεκαετών ομολόγων της (κατοχυρωμένης ως "προβληματικής") Ιταλίας κάτω από το επίπεδο αυτών της Γαλλίας. Γεγονός ενδεικτικό του συνδυασμού πολιτικής κρίσης, δημοσιονομικής πίεσης και κοινωνικού αναβρασμού που μαστίζει τη χώρα του Εμανουέλ Μακρόν.
Αρκεί να θυμίσει κανείς ότι εδώ και μία δεκαετία η Γαλλία εμφανίζει διαδοχικά κύματα κοινωνικής αναταραχής (από τη Nuit Debout του 2016 και τα "Κίτρινα Γιλέκα" του 2018), ενώ ο τελευταίος ισοσκελισμένος Προϋπολογισμός χρονολογείται από τη δεκαετία του ’70, με τον τότε υπουργό Οικονομικών που τον συνέταξε να περιφέρεται, αιωνόβιος πλέον, στα κανάλια ως μέγα αξιοθέατο.
Τα αριθμητικά δεδομένα είναι εύγλωττα: το γαλλικό δημόσιο χρέος ανέρχεται στο 114% του ΑΕΠ (έναντι ορίου 60% που προβλέπει το Σύμφωνο του Μάαστριχτ), ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα ανέρχεται φέτος στο 5,8%, με τη χώρα να έχει τεθεί από πέρσι σε καθεστώς αυξημένης επιτήρησης από την Κομισιόν.
Ο Σεμπαστάν Λεκορνί, τέταρτος κατά σειρά πρωθυπουργός της μοιραίας δεύτερης μακρονικής πενταετίας, βρέθηκε, προτού καλά-καλά αναλάβει καθήκοντα, αντιμέτωπος με μαζικές αντιδράσεις εναντίον της λιτότητας, που αποτελεί το κεντρικό χαρακτηριστικό του εκπονούμενου Προϋπολογισμού του 2026.
Όμως, σε αντίθεση με το αμέσως προηγούμενο κύμα κινητοποιήσεων της 10ης Σεπτεμβρίου, το οποίο είχε προκύψει αρχικά από ζύμωση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διά της πρωτοβουλίας "Ας μπλοκάρουμε τα πάντα!", αυτό που συνέβη την Πέμπτη ήταν η συνένωση των δυνάμεων (για πρώτη φορά μετά το 2023) και των οκτώ εργατικών ομοσπονδιών της Γαλλίας, ενώ υπήρξαν και άλλες δράσεις, όπως οι αποκλεισμοί δρόμων και οι καταλήψεις σχολείων από μαθητές.